κτίτορας

κτίτορας
ο (Μ κτίτωρ, -ορος)
1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής
2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι- τού κτίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. κτή-τωρ, κοσμή-τωρ, ρή-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτίτορας — ο αυτός που έχτισε, ίδρυσε ναό, μονή κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτήτορας — ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα) κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῡ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.) μσν. αρχ. (για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη τού κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή σομαι +… …   Dictionary of Greek

  • κτίτωρ — κτίτωρ, ορος, ὁ (Μ) βλ. κτίτορας …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ НОВЫЙ — († 1380), прп. (пам. греч. и серб. 7 дек.), основатель мон рей Григориат (Григория преподобного мон рь) на Афоне и Горняк в Сербии. Г. Н. почитается на Балканах, где за ним закрепились разные прозвания: Горняцкий, Молчальник (Исихаст), Новый… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”